- ἀθεμιτογαμίᾳ
- ἀθεμιτογαμίᾱͅ , ἀθεμιτογαμίαunlawful marriagefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθεμιτογαμία — η (Μ ἀθεμιτογαμία) [ἀθεμιτόγαμος] (στην εκκλ. γλώσσα) αθέμιτος, παράνομος γάμος … Dictionary of Greek
ἀθεμιτογαμίας — ἀθεμιτογαμίᾱς , ἀθεμιτογαμία unlawful marriage fem acc pl ἀθεμιτογαμίᾱς , ἀθεμιτογαμία unlawful marriage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεμιτογαμίαν — ἀθεμιτογαμίᾱν , ἀθεμιτογαμία unlawful marriage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεμιτογαμιῶν — ἀθεμιτογαμία unlawful marriage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριλίκι — το 1. προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς τη νύφη, κυρίως όταν ο άντρας έρχεται σε δεύτερο γάμο, η δε νύφη είναι παρθένα (πρβλ. παληκαριάτικο) 2. προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού, που προτίθεται να έλθει σε τέταρτο γάμο, προς τη νύφη, η οποία διστάζει… … Dictionary of Greek
αθεμιτομιξία — ἀθεμιτομιξία, η (Μ) η αθεμιτογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθέμιτος + μίγνυμι] … Dictionary of Greek
αθεμιτόγαμος — ἀθεμιτόγαμος, ον (Μ) αυτός που συνήψε αθέμιτο, παράνομο γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθέμιτος + γαμῶ. ΠΑΡ. ἀθεμιτογαμία, ἀθεμιτογαμῶ] … Dictionary of Greek